- λοξώνω
- (AM λοξῶ, -όω, Μ και λοξώνω) [λοξός]κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῡ μεσημβρινοῡ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.)αρχ.ρίχνω κάτι πλάγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόξωση — η (AM λόξωσις) [λοξώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «λόξωση τής εκλειπτικής» αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα τής εκλειπτικής και τού ουράνιου … Dictionary of Greek